ξιφασκία

ξιφασκία
η (Α ξιφασκία)
1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους
2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους
νεοελλ.
ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με συγκεκριμένους ειδικούς κανόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ασκία, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ξιφασκῶ (πρβλ. σωμ-ασκία, φων-ασκία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξιφασκία — η άσκηση στο χειρισμό του ξίφους, μαθήματα ξιφομαχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… …   Dictionary of Greek

  • ζεύξη — η (AM ζεῡξις) 1. η τοποθέτηση τού ζυγού στα δύο υποζύγια 2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό 3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾱσαν τὴν ζεῡξιν τοῡ Βοσπόρου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία… …   Dictionary of Greek

  • μορέσκα — η παλαιός λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, που ως ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις πράξεις τών έργων τού κρητικού θεάτρου, προέρχεται από την Ισπανία, είναι… …   Dictionary of Greek

  • μπράντος — (I) ο ειδική κίνηση στην ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brando «ξίφος, μαχαίρι»]. (II) μπράντος, ὁ, και μπράντο τὸ καί πράντος, ὁ καὶ πράντο, τὸ (Μ) το πλευρό τού καραβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brando] …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • ξιφισμός — ο (Α ξιφισμός) [ξιφίζω] νεοελλ. χτύπημα με ξίφος αρχ. 1. είδος πολεμικού χορού 2. ξιφομαχία, ξιφασκία …   Dictionary of Greek

  • ξιφιστύς — ξιφιστύς, ύος, ἡ (Α) ιων. τ. (κατά τον Ησύχ.) «μαχαιρομαχία», ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα τύς (πρβλ. ακοντισ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • ξιφούλκηση — η [ξιφουλκώ] η εξαγωγή τού ξίφους από τη θήκη του με σκοπό την ξιφομαχία ή την ξιφασκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”